- μελισσοβότανο
- το бот. мелисса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελισσοβότανο — το (Α μελισσοβότανον) κοινή σήμερα ονομασία τού φυτού μέλισσα … Dictionary of Greek
μελισσοβότανο — το αρωματικό φυτό, γνωστό για τις αντισπασμωδικές και χωνευτικές του ιδιότητες, η μέλισσα η φαρμακευτική, το μελισσόχορτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μελίτεια — μελίτεια, ἡ (Α) μελισσοβότανο («αἰγίπυρος καὶ γνύζα καὶ εὐώδης μελίτεια», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. εια] … Dictionary of Greek
μελίτταινα — και ποιητ. τ. μελίκταινα, ἡ (Α) το μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. αινα (πρβλ. μολύβδ αινα, φάλ αινα)] … Dictionary of Greek
μελίτταιον — μελίτταιον, τὸ (Α) το μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. αιον] … Dictionary of Greek
μελισσόβοτος — μελισσόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», Ανθ. Παλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὀ μελισσόβοτον άλλη ονομασία τού φυτού μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + βοτος (< βοτόν), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] … Dictionary of Greek
μελισσόφυλλον — μελισσόφυλλον, τὸ (Α) το φυτό μελισσοβότανο … Dictionary of Greek
μελισσόφυτον — μελισσόφυτον, τὸ και μελισσόφυτος, ἡ (Α) το φυτό μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + φυτος (< φύομαι), πρβλ. αυτό φυτος] … Dictionary of Greek
μελισσόχορτο — Κοινή ονομασία του είδους Melissa officinalis, της οικογένειας των χειλανθών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό και με τις ονομασίες μελισσοβότανο ή μελισσάκι. Πρόκειται για πολυετή πόα που φθάνει σε ύψος τα 90 εκ., με όρθιο, πολύκλαδο και ελαφρά… … Dictionary of Greek